- υπερπετής
- -ές, Α1. αυτός που πετά πάνω από κάτι ή αυτός που πετά ψηλά, υψιπετής2. αυτός που εκτείνεται πέρα από ένα σημείο3. μτφ. αυτός που υψώνεται και αιωρείται ψηλά στον αέρα4. το ουδ. ως ουσ. τo ὑπερπετές·καθετί που πετά ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ-πετής].
Dictionary of Greek. 2013.